- πολύμυθος
- και επικ. τ. πουλύμυθος, -ον, Α1. αυτός που λέει πολλούς μύθους, πολλά λόγια, ο φλύαρος («ἐπεὶ οὐ πολύμυθος οὐδ' ἀφαμαρτοεπής», Ομ. Ιλ.)2. αυτός που γνωρίζει πολλούς μύθους («πολύμυθος Καλλιόπη» Ανθ. Παλ.)3. εκείνος για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος («ἀρεταὶ δ' αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι», Πίνδ.)4. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύμυθονη ύπαρξη πολλών μύθων, πολλών διηγήσεων σε ένα κείμενο («ἐποποιϊκὸν δὲ λέγω τὸ πολύμυθον», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + μῦθος (πρβλ. περισσό-μυθος)].
Dictionary of Greek. 2013.